- πλόιμον
- πλόϊμον , πλώιμοςfit for sailingmasc/fem acc sgπλόϊμον , πλώιμοςfit for sailingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλόιμος — η, ο / πλόϊμος, ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο νεοελλ. αρχ. (για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
Marine Byzantine — Le Dromon byzantin, vaisseau lourd, capable de transporter jusqu à 50 marins, et de projeter le feu grégeois … Wikipédia en Français
Византийский флот — Византийский флот … Википедия